Παράγοντες που συνδράμουν στον έλεγχο της όρεξης είναι οι ακόλουθοι:
1) Σταθερά επίπεδα ορού της γλυκόζης. Αυτό επιτυγχάνεται με μικρά και συχνά γεύματα ανά δύο ώρες που περιέχουν άλιπη ζωική πρωτεΐνη, σύνθετους υδατάνθρακες χαμηλού γλυκαιμικού δείκτη και ακόρεστα λιπαρά οξέα.
2) Αποφυγή απλών υδατανθράκων-σακχάρων που οδηγούν σε εκρήξεις ινσουλίνης από το πάγκρεας, μιας λιπογόνου αναβολικής ορμόνης.
3) Πικολινικό χρώμιο που σταθεροποιεί το σάκχαρο του αίματος και καταστέλλει τις υπογλυκαιμίες.
4) Άφθονες φυτικές ίνες από λαχανικά και φρούτα που οδηγούν σε κορεσμό του στομάχου και δίνουν αίσθημα πληρότητας. Οι φυτικές ίνες συμβάλλουν και στον κορεσμό του στομάχου με βραδύτερη κένωση του, αλλά και στην βραδύτερη απορρόφηση των υδατανθράκων, ελαττώνοντας έτσι το γλυκαιμικό τους δείκτη και την έκκριση ινσουλίνης που προάγει τη λιπογένεση μέσω της λιποπρωτεϊνικής λιπάσης.
5) Θερμογεννητικές ουσίες που καταστέλλουν την όρεξη όπως αλκαλοειδή της εφέδρας και μεθυλοξανθίνες της καφεΐνης.
6) H παρουσία της λεπτίνης, μιας ορμόνης που υπάρχει στον υποδόριο ιστό και καθορίζει την όρεξη ανάλογα με τη συγκέντρωση διαφόρων ορμονών, όπως η ινσουλίνη, η τριωδοθυρονίνη, η σωματοτροπίνη, τα γλυκοκορτικοειδή και η γλουκαγόνη.