Τα βαρέα αγωνίσματα χωρίζονται σε δύο κατηγορίες. Εκείνα που είναι στατικά και εκρηκτικά και στα μη στατικά που είναι και αεροβικά. Στα μεν πρώτα ανήκουν η άρση βαρών και η σφαίρα, ενώ στα μικτής φύσεως είναι η πάλη (ελληνορωμαϊκή-ελευθέρα) και η πυγμαχία.
Γενικότερα τα βαρέα αθλήματα χαρακτηρίζονται από τη μεγάλη μυϊκή μάζα, η οποία είναι πλούσια σε μυϊκό γλυκογόνο. Οι μυϊκές είναι ταχείας συστολής λευκές, πτωχές σε μιτοχόνδρια, ο νευράξονας τους παχύς για την άμεση μετάδοση των νευρομυϊκών ερεθισμάτων. Οι μυϊκές ίνες αυτού του τύπου καλλιεργούνται με την ταχυδυναμική προπόνηση, αλλά κατά βάση αποτελούν γενετικό χαρακτηριστικό, δηλαδή είναι γενετική κατασκευή (DNA) ενός αθλητή. Με άλλα λόγια, ένας αθλητής γεννιέται ταλέντο και είναι προικισμένος με περισσότερες λευκές μυϊκές ίνες, σύμφωνα με τη βιοψία των σκελετικών του μυώνων. Οι λευκές μυϊκές ίνες είναι επίσης πτωχές σε μιτοχόνδρια και έχουν μικρή ανοχή στο γαλακτικό οξύ. Αυτό μεταφράζεται σε έντονη και μικρής διάρκειας οξειδωτική καύση της γλυκόζης, όπου το ενεργειακό νόμισμα είναι η τριφωσφορική αδενοσίνη και η μονουδρική κρεατίνη (ATP/CP).
Όσον αφορά τα δύο στατικής μορφής βαρέα αθλήματα, η εκτέλεση τους είναι σύντομη, εκρηκτική με ταχυδυναμική εκτέλεση. Το ATP/CP χρησιμοποιούνται αποκλειστικά μέχρι τη χρονική διάρκεια των έξι (6) δευτερολέπτων. Τόσο η σφαίρα, όσο και η άρση βαρών χρησιμοποιούν μεν μυϊκό γλυκογόνο, αλλά η μονουδρική κρεατίνη είναι το απαραίτητο καύσιμο για την άμεση και σύντομη εκτέλεση τους.
Σε αντίθεση τα δύο βαρέα αθλήματα που έχουν και το αεροβικό σκέλος της αντοχής, διαθέτουν μικτά στοιχεία λευκών και ερυθρών μυϊκών ινών. Αυτές είναι πλούσιες σε μυογλοβίνη, την πρωτεΐνη που μεταφέρει οξυγόνο στους γραμμωτούς σκελετικούς μυώνες. Είναι επίσης πλούσιες σε μιτοχόνδρια, ενώ διαθέτουν υψηλή ανοχή στο γαλακτικό οξύ. Οι ερυθρές μυϊκές ίνες βραδείας συστολής καλλιεργούνται κυρίως με την προπόνηση. Τόσο η πάλη, όσο και η πυγμαχία έχουν 50% αερόβιο και 50% αναερόβιο μέρος στον αγώνα. Αυτό πρακτικά μεταφράζεται, στο ότι η προπόνηση θα πρέπει να καλλιεργήσει και τους δύο τύπους μυϊκών ινών. Οι παλαιστές δίνουν αγώνα με τρεις γύρους των τριών λεπτών, όπου εκεί καλούνται να έχουν τόσο και έκρηξη με τις λαβές, όσο και αντοχή αερόβια, αλλά και αντοχή στη δύναμη και ανοχή στο γαλακτικό οξύ.
Με άλλα λόγια να μπορούν τη διατήρηση υψηλής έντασης για τουλάχιστον τριάντα (30) δευτερόλεπτα. Παρομοίως η πυγμαχία έχει πέντε γύρους των τριών λεπτών, με αναερόβιο εκρηκτικό σκέλος των χτυπημάτων, αλλά και αερόβιας αντοχής κατά τη διάρκεια sparing. Τόσο η πάλη όσο και η πυγμαχία εμπλέκουν στο προπονητικό τους σκέλος την αερόβια προπόνηση και την άσκηση αντιστάσεων για απόκτηση αντοχής στη δύναμη. Είναι στοιχεία μεικτού χαρακτήρα, για τις απαιτήσεις του αγώνα.