Η βιταμίνη D προσλαμβάνεται μέσω της τροφής και περιέχεται σε τρόφιμα όπως τα μύδια, οι γαρίδες, τα αυγά και σε ψάρια όπως ο σολομός, βακαλάος, τόνος, σκουμπρί.
Επίσης το ανθρώπινο δέρμα με την επίδραση της ηλιακής ακτινοβολίας, μπορεί να συνθέσει το 80-100% των απαιτήσεων του οργανισμού σε βιταμίνη D.
Και οι δύο αυτές μορφές μετατρέπονται με την επίδραση ενζύμων στο ήπαρ και τα νεφρά στην ενεργό βιταμίνη D, η οποία και συμμετέχει τελικά στην ομοιόσταση του ασβεστίου.
Yποδοχείς της 1,25(OH)2D3 – ενεργός μεταβολίτης της βιταμίνης D- εκτός από τον εντερικό βλεννογόνο υπάρχουν και στους οστεοβλάστες αλλά και στα μυϊκά κύτταρα.
Στα συμπτώματα έλλειψης βιταμίνης D περιλαμβάνεται η μυϊκή αδυναμία και οι μυαλγίες. Επίπεδα συγκεντρώσεων στον ορό της 25-υδρόξυβιταμίνης D < 50 nmol/l έχουν συσχετιστεί με ελάττωση της μυϊκής ισχύος και απώλεια της μυϊκής μάζας.
Μέχρι τώρα ήταν γνωστό ότι, η βιταμίνη D συμβάλλει έμμεσα στην αύξηση της μυϊκής ισχύος ρυθμίζοντας την οστική ανακατασκευή και την απορρόφηση του ασβεστίου και του μαγνησίου, τα οποία είναι αναγκαία για την ισχυρή μυϊκή συστολή.
Πρόσφατες μελέτες όμως έδειξαν μια άμεση επίδραση της βιταμίνης D στη μυϊκή ανάπτυξη και ειδικότερα:
– Υπάρχει μια ισχυρή αντίστροφη σχέση μεταξύ της ποσότητας της βιταμίνης D και του ποσοστού λίπους των μυών. Ελλιπή ή ανεπαρκή επίπεδα βιταμίνης D ισοδυναμούν με μεγαλύτερη πιθανότητα λιπώδους διήθησης στους μυς. Η λιπώδης διήθηση του μυϊκού ιστού επηρεάζει τη δύναμη.
– Οι μυϊκές ίνες ταχείας συστολής (τύπου 2) περιορίζονται όταν υπάρχει έλλειψη βιταμίνης D. Οι λευκές μυϊκές ίνες , πλούσιες σε PC και γλυκογόνο, έχουν παχύτερο νευράξονα. Αυτό μεταφράζεται σε ταχύτερες νευρικές ώσεις και κατά συνέπεια ταχύτερα ερεθίσματα. Συνεπώς η ελάττωσή τους επηρεάζει τη μυϊκή συστολή.
– Οι ερευνητές έδειξαν ότι η βιταμίνης D προάγει σε κυτταρικό επίπεδο την έκφραση του αυξητικού παράγοντα IGF -II και της φολλιστατίνης, ενώ αναστέλλει την έκφραση της μυοστατίνης.
Η μυοστατίνη (αυξητικός παράγοντας διαφοροποίησης 8 [GDF-8]) ρυθμίζει το μέγεθος των μυών, εμποδίζοντας την εκτεταμένη ανάπτυξη. Τα δορυφόρα κύτταρα και οι μυοβλάστες είναι οι στόχοι της μυοστατίνης. Παράγοντες που αναστέλλουν τη δράση της (όπως η φολλιστατίνη), αποτελούν ρυθμιστές της ανάπτυξης, επιταχύνοντας την ανάπτυξη των αρχέγονων μυϊκών κυττάρων.
Συνεπώς η βιταμίνη D δρώντας ως αναστολέας της μυοστατίνης, αυξάνει τη μυϊκή μάζα.