Καθώς μεγαλώνουμε, το ορμονικό προφίλ μας ακολουθεί τη διαδικασία της γήρανσης.
Και στα δύο φύλα, οι στεροειδείς ορμόνες (ανδρογόνα και οιστρογόνα) ελαττώνονται και η χαρακτηριστική κρίση της μέσης ηλικίας υφίσταται – η εμμηνόπαυση και η ανδρόπαυση.
Τα συμπτώματα που χαρακτηρίζουν τη συγκεκριμένη κατάσταση είναι: κατάθλιψη-μελαγχολία, έλλειψη ερωτικής επιθυμίας-libido, ελάττωση της οστικής πυκνότητας-οστεοπενία, μείωση της μυϊκής μάζας και δύναμης-σαρκοπενία  και αύξηση του σπλαχνικού κοιλιακού λίπους.
Η  ορμονική αποκατάσταση αποτελεί την ενδεικτικότερη αντιμετώπιση, που αποτελεί μια εκ των παραμέτρων της ορθολογιστικής αντιγήρανσης, συμβάλλοντας έτσι στην ορμονική ισορροπία του μεσήλικα.

Για να γίνει ορθή εκτίμηση τόσο του υπογοναδισμού, όσο και του υποθυρεοειδισμού, είναι απαραίτητη όχι μόνο η ολική μέτρηση των αντίστοιχων ορμονών (τεστοστερόνη, θυροξίνη, τριωδοθυρονίνη), αλλά και των ελεύθερων τιμών τους.
Οι ορμόνες αυτές είναι συνδεδεμένες και δεσμευμένες με μια πρωτεΐνη που τις μεταφέρει στο αίμα (TBG & SHBG), όμως η ενεργή τους μορφή είναι ουσιαστικά η αδέσμευτη που κυκλοφορεί ελεύθερη στο αίμα.

Γι’ αυτό, πριν βγάλουμε επιπόλαια και αυθαίρετα συμπεράσματα περί ορμονικής ανεπάρκειας, θα πρέπει να γίνει σφαιρική εκτίμηση και πλήρης ορμονικός έλεγχος.

Στον πρωτοπαθή υπογοναδισμό έχουμε φυσιολογικές τιμές των LH,FSH,  ενώ η ολική και ελεύθερη τεστοστερόνη είναι χαμηλές.
Αυτό πρακτικά μεταφράζεται σε μικρότερο μέγεθος των όρχεων με φυσιολογική σπερματογένεση, που ανακτάται με τη χορήγηση βήτα χοριακής γοναδοτροπίνης.

Στο δευτεροπαθή υπογοναδισμό όλες οι παραπάνω μετρήσεις είναι κάτω του φυσιολογικού ορίου και το άτομο έχει επηρεασμένο όλο τον άξονα (υποθάλαμος-υπόφυση-γονάδες).
Εκεί απαιτείται και η χορήγηση κλομιφαίνης, που θα προκαλέσει την αύξηση της GnRH από τον εγκέφαλο.

Στην περίπτωση όπου μετά τη θεραπευτική χορήγηση βήτα χοριακής γοναδοτροπίνης, κλομιφαίνης και ταμοξιφαίνης (ενίοτε αναστροζόλης) και μετά το πέρας 6-12 μηνών, εφόσον ο πρώην χρήστης ΑΑΣ ή ο μεσήλικας έχει ακόμη τα κλασικά συμπτώματα υπογοναδισμού (στυτική δυσλειτουργία, μυϊκή ατροφία-αδυναμία, έλλειψη ενεργητικότητας-κατάθλιψη, μυοσκελετικοί πόνοι-κακουχία και αύξηση της περιφέρειας λόγω κοιλιακού-σπλαχνικού λίπους), τότε και μόνο τότε θα υποχρεούται να υποβληθεί σε ισόβια ορμονική αποκατάσταση, γνωστή και ως ‘’Hormone Replacement Therapy’’.

Ανασταλτικοί παράγοντες για την έναρξη ορμονικής αποκατάστασης, αποτελούν η πολυκυτταραιμία (αιμοσφαιρίνη>18), η υπνική άπνοια αποφρακτικού τύπου, η καλοήθης προστατική υπερτροφία (PSA>4) και η δυσλιπιδαιμία (HDL<40).

Αφού γίνει παρακολούθηση από βιοπαθολόγο, ενδοκρινολόγο και ειδικό αθλητίατρο (σε περιπτώσεις αθλητών), τότε θα αποφασιστεί η ποσότητα της τεστοστερόνης είτε ενδομυϊκά-παρεντερικά, είτε με τη μορφή γέλης-εμπλάστρου(επιδερμικά), ή από το στόμα (per os).

Oι εστέρες τεστοστερόνης που χρησιμοποιούνται, είναι συνήθως αργοί – με τον ενανθικό και σιπιονικό να έχουν τη μερίδα του λέοντος – ενώ ο δεκανοικός εφαρμόζεται σε μεγάλύτερη δοσολογία των 1000mg.

Η περιοδικότητα των ενδομυϊκών – ή υποδόριων ενέσεων κυμαίνεται από καθημερινά, δύο φορές τη βδομάδα, ανά εβδομάδα, ανά δύο εβδομάδες, ή ανά τρίμηνο (testosterone undecaonate). Η υποδόρια χορήγηση καθυστερεί την απορρόφηση και προσφέρει μια πιο παρατεταμένη φαρμακοκινητική.

Η υποψία ότι η χορήγηση τεστοστερόνης στο υποδόριο, θα αύξανε τις πιθανότητες για αρωματοποίηση, είναι βάσιμη σε χρήστες με υποδόριο  με ποσοστό >15%.
Το γεγονός όμως ότι, η τεστοστερόνη αποδεσμεύεται του εστέρα, αφότου εισέλθει στην κυκλοφορία του αίματος, καταρρίπτει το συγκεκριμένο ισχυρισμό.
Συνεπώς η αύξηση της βήτα οιστραδιόλης (Ε2), δεν είναι βάσιμη εκδοχή.
Το υποδόριο επίσης, είναι φτωχότερο του μυϊκού ιστού σε αγγειοβρίθεια και ως εκ τούτου η φαρμακοκινητική θα είναι βραδύτερη.

Η χρήση  διαδερμικής τεστοστερόνης πλεονεκτεί σε θέμα γενετήσιας ορμής, καθότι η επιδερμίδα διαθέτει αυξημένη συγκέντρωση του ενζύμου 5α ρεδουκτάση που ως γνωστόν ανάγει την τεστοστερόνη, στο ανδρογόνο διυδροξυτεστοστερόνη.

H DHT αυξάνει όμως και την επιθετικότητα, όπως και την αυτοπεποίθηση, μνήμη και οξυδέρκεια.
Η χρήση του πεπτιδίου της βήτα χοριακής γοναδοτροπίνης (β-HCG) συμβάλλει στο να διατηρείται μια ικανοποιητική ενδογενής παραγωγή τεστοστερόνης (μέσω ωχρινοτρόπου ορμόνης LH), καθώς και η σπερματογένεση (μέσω θυλακιοτρόπου ορμόνης FSH).

Έτσι και οι όρχεις δεν  παθαίνουν σμίκρυνση, αλλά ούτε και  το σπέρμα υφίσταται αλλοίωση (ολιγοσπερμία<20.000.000/ml). Επίσης η β-HCG συμβάλλει στην αύξηση της βιοσύνθεσης πρεγνενολόνης, προγεστερόνης και διυδροεπιανδροστερόνης.

Αυτά τα στεροειδή μόρια μέσα σε ορμονική αποκατάσταση ελαττώνουν τη συγκέντρωση τους. Έτσι η χορήγηση  της  θα συμβάλλει στην αποκατάσταση αυτών. Η χρήση της β-HCG,καλό είναι να γίνεται την παραμονή της εβδομαδιαίας  χορήγησης. Και αυτό διότι την παραμονή της ένεσης τα επίπεδα τεστοστερόνης ορού θα βρίσκονται στα κατώτερα.

Συνεπώς μια χορήγηση της β-HCG θα έδινε μια ώθηση και αύξηση της ενδογενούς τεστοστερόνης.

Κατά τη διάρκεια της θεραπείας ορμονικής υποκατάστασης επιβάλλεται η μηνιαία παρακολούθηση των τιμών  της ολικής (TT)  και ελεύθερης τεστoστερόνης (FT), της σφαιρίνης δέσμευσης φυλετικών ορμονών (SHBG), του αιματοκρίτη (Htc), των οιστρογόνων-βήτα οιστραδιόλης (Ε2), του αθηρωματικού κλάσματος (HDL/LDL) και μια φορά το χρόνο, του προστατικού αντιγόνου PSA/FREE PSA.

Ο ασθενής που υποβάλλεται σε HRT,θα πρέπει να κάνει  ετήσια δακτυλική εξέταση προστάτη, υπερηχογράφημα καρδιάς, ΗΚΓ και μέτρηση αρτηριακής πίεσης.

Προληπτικά ο υπογοναδικός μεσήλικας που υποβάλλεται σε HRT , ενδέχεται να λάβει ακετυλοσαλυκιλικό οξύ (ασπιρίνη) και ιχθυέλαια Ω3 (DHA/EPA) ως αντιπηκτικά μέσα, αναστολέας αρωματάσης (αναστροζόλη)  και φιναστερίδη (αναστολέας 5α ρεδουκτάσης) για τις αλληλεπιδράσεις της διυδροξυτεστοστερόνης (DHT) στο τριχωτό μαλλιών και τον προστατικό αδένα.

Βέβαια, η χρήση της τελευταίας θα εξασθενήσει τη γενετήσια ορμή και ενδέχεται να επιφέρει μελαγχολία, αφού η  DHT αποτελεί ένα ισχυρό ανδρογόνο με αντικαταθλιπτικές ιδιότητες για το μεσήλικα άνδρα.

Κάθε νόμισμα έχει δύο όψεις- από τη μια η κατάχρηση έχει τις συνέπειες της, από την άλλη οι χαμηλές υπογοναδικές τιμές ως αποτέλεσμα της χρόνια κατάχρησης έχουν κι εκείνες τις επιπτώσεις της.

Αυξημένη ποσότητα τεστοστερόνης, επιφέρει ελάττωση της λιποπρωτεΐνης υψηλής πυκνότητας που δρα καρδιοπροστατευτικά στο αρτηριακό ενδοθήλιο.

Σε αυτό εμπλέκεται η αναγόμενη DHT, ανδρογόνο ισχυρότερο πέντε φορές της τεστοστερόνης. Αύξηση της ερυθροκυττάρωσης είναι ένα σύνηθες φαινόμενο, αφού τα ανδρογόνα διεγείρουν τους νεφρούς για παραγωγή ερυθροποιητίνης (ΕΠΟ), όπως και αυξάνουν την απορρόφηση σιδήρου στον εντερικό σωλήνα.

Η αρωματοποίηση αποτελεί ένα φυσικό επακόλουθο της χρήσης τεστοστερόνης και όταν η τιμή της βήτα οιστραδιόλης αυξηθεί >50ng/ml, συμβαίνει μαστοδυνία στις θηλές, αλλά και σε γυναικομαστία όταν η τιμή γίνει τριψήφια.

Αύξηση των οιστρογόνων, αυξάνει τις πιθανότητες για θρομβοπάθειες.
Η καλοήθης προστατική υπερτροφία (BPH), δεν είναι αναγκαία φυσικό επακόλουθο της αύξησης της DHT.
Αυτό που έχει διαπιστωθεί σε άτομα μέσης  ηλικίας με BPH,είναι μια κυριαρχία  των οιστρογόνων έναντι των ανδρογόνων.

Οπωσδήποτε όμως ο καρκίνος προστάτη αποτελεί αντένδειξη για έναρξη ορμονικής αποκατάστασης, όπως και μια αυξημένη οριακά τιμή του προστατικού αντιγόνου PSA.
Τέλος να διευκρινιστεί πως, η χρήση τεστοστερόνης από μόνη της δεν οδηγεί σε καρκίνο προστάτη.

Το μεγαλύτερο ποσοστό της τεστοστερόνης είναι δεσμευμένο με την πρωτεΐνη SHBG, που τη μεταφέρει μέσα στο αίμα.
Ένα πολύ μικρό ποσοστό (2%) παραμένει ελεύθερη και αδέσμευτη από τη σφαιρίνη δέσμευσης φυλετικών ορμονών.

Όσο μεγαλύτερο ποσοστό βιοδιαθέσιμης ελεύθερης τεστοστερόνης είναι ελεύθερο, τόση καλύτερη είναι η γενετήσια ορμή και η δύναμη μας.
Μόνο η ελεύθερη τεστοστερόνη ενώνεται με τον ανδρογονικό υποδοχέα στο κυτταρόπλασμα. Συνεπώς οι τιμές ελεύθερης τεστοστερόνης και SHBG είναι αντιστρόφως ανάλογες.

Όσο μεγαλώνουμε, η τιμή της SHBG αυξάνει  (και της ελεύθερης τεστοστερόνης ελαττώνεται) και αυτό αποτελεί και έναν από τους λόγους της ανδρόπαυσης.

Αυτό  αιτιολογείται από  τη σαρκοπενία και την αύξηση του υποδορίου, που συνεπάγεται αύξηση της βήτα οιστραδιόλης.
Ως εκ τούτου, η  αύξηση της βήτα οιστραδιόλης (Ε2), θα αυξήσει τη SHBG και θα ελαττώσει την FT. Ένας τρόπος για να αυξήσουμε την τιμή της ελεύθερης τεστοστερόνης είναι η χρήση συνθετικής μορφής DHT(μεστερολόνη, ντροστανολόνη), ή της δαναζόλης.

Μ’ αυτόν τον τρόπο βελτιώνεται η libido,αφού ελαττώνεται η SHBG.

ΘΕΡΑΠΕΙΑ ΟΡΜΟΝΙΚΗΣ ΥΠΟΚΑΤΑΣΤΑΣΗΣ (HORMONE Replacement Therapy)

Leave a Reply